μιτρανάδεσμος

μιτρανάδεσμος
μιτρανάδεσμος, ὁ (Μ)
διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + ἀνάδεσμος «κορδέλα που συγκρατεί τα μαλλιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μιτραναδέσμους — μιτρανάδεσμος headband masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”